· Ένας επισκέπτης με μαγιό ·

Ήμουν ξαπλωμένος στην άμμο, μόνο αυτό ήμουν. Και κει που δόξαζα τη ραστώνη μου αισθάνθηκα πώς να το πω; μια ισχυρή θύελλα χρόνου να μου ραπίζει το νου και ξαφνικά «σαν πεταλούδα εγύρισε στο μέτωπό μου η σκέψη». Γιατί δεν ήμουν πια ξαπλωμένος στην άμμο. Τώρα βρισκόμουν ανάσκελα σε μια χυμένη κλεψύδρα. Έκλεισα τα μάτια κι ένιωσα όλη την αγωνία του σκληρού πετρώματος καθώς θρυμματιζόταν με ασύλληπτο κόπο μέχρις ότου να μεταμορφωθεί σε εκατομμύρια κόκκους άμμου. Πόσες αιωνιότητες χρειάστηκαν; Συνέλαβα τον υπόκωφο βιορυθμό στον αέρα, άκουσα τον απόηχο των τριξιμάτων από κάτω, ένιωσα στα ρουθούνια μου «τις αναθυμιάσεις από τον Άδη». Πόσες αθανασίες απαιτήθηκαν; Κοίταξα πέρα με κλειστά μάτια και τι να δω; τη Νάξο ενωμένη με την Πάρο και την Αντίπαρο.

Ζούμε το αποτέλεσμα μιας διαρκούς θεομηνίας. Βρισκόμαστε εντός της και χαμπάρι δεν παίρνουμε. Ζούμε την αδιάλειπτη καταστροφή καθώς δίπλα μας παίζουν μπιτς βόλεϋ πίνοντας στα πεταχτά μοχίτο πριν κάνουνε σερβίς. Έη εσείς, πόσο ιστορικός πόνος χρειάστηκε για να υπάρξουμε; Καμία απάντηση δε δίνουν, και με το δίκιο τους άλλωστε. Ποιος γνωρίζει τη μονάδα μέτρησης του πόνου εδώ που τα λέμε; Όλοι μας ζούμε στην άγνοια του παρόντος. Μας λείπουνε οι αιτιάσεις της αιώνιας διαμόρφωσης. Μας διαφεύγει αυτό το «όλα σημαίνουν». Γιατί δεν έχουμε συνείδηση πως «ο χρόνος είχε αρρωστήσει από παλιά, ήδη από τότε που ορισμένοι συνέλαβαν την ιδέα της κλεψύδρας». Γιατί η ιδέα της δημιουργίας είναι μια κοντόφθαλμη επινόηση του ανθρώπινου είδους για να ησυχάζει ο νους του. Το τίμημα βαρύ: αδυνατότητα να αντιληφθούμε την «γύρη των ωρών να ψιχαλίζει στα νερά». Γιατί στην πραγματικότητα δεν υπάρχει δημιουργία. Μόνο μια δημιουργική καταστροφή εμφανίζεται ενίοτε. Η γέννηση δεν έχει αυταξία. Είναι απλά μια φάση θανάτου. Αυτό σκέφτομαι: «η ζωή βρίσκεται μέσα στον κύκλο. Ο Θάνατος είναι ο κύκλος».

Και τότε άνοιξα πάλι τα μάτια μου, έγινα όρθιος αμέσως, και άρχισα να περπατάω στην ακτή. Ήμουν ένας επισκέπτης με μαγιό στο μεγαλύτερο μνημείο του κόσμου.

***

Η πρώτη φράση στα εισαγωγικά αντλήθηκε από τον «αλαφροΐσκιωτο» του Σικελιανού. Η τελευταία φράση προέρχεται από τον υπό έκδοση «Ούτις». Όλες οι υπόλοιπες αναδύονται από την εξαίσια «θάλασσα» του Αρανίτση, η ανάγνωση της οποίας αποτέλεσε το έναυσμα για τη γραφή ετούτου του κειμένου.

σαμσών ρακάς