Η περίπτωση Charles Bolles
Καθαρός ορισμός για την ποίηση δε μπορεί να υπάρξει, παρά μονάχα υπόνοιες. Πολλοί υπονόησαν πως είδαν την ποίηση να τη μασουλάει ο άνεμος, να την καταδιώκει ο Λεβιάθαν ή και να βυζαίνει σα βρέφος ένα βυζί καφετί. Όλα υπόνοιες ακεραιότητας καθώς ο ποιητής μοιάζει να μπουσουλά, να κινείται πάνω σε μια κινούμενη βάτο. Θα παραλυθεί, θα βασανιστεί, θα χτυπηθεί. Και μ’ άλλο πρόσημο. Θα παραλύσει, θα βασανίσει, θα ζήσει. Και στη περίπτωση του Charles Bolles θα εκτραφεί από το έγκλημα.
Γεννημένος στο Norfolk της Αγγλίας το 1829, μεταναστεύει μαζί με την πολυμελή οικογένεια του στα βόρεια της Νέας Υόρκης απ’ όπου και θα ανατραφεί τυπικά, σ’ ένα περιβάλλον, κατά βάση, αγροτικό. Το πάθος του για την αναζήτηση της περιπέτειας επιβεβαιώνεται από την ενηλικίωσή του κι ύστερα, εκεί όπου η έκνομη ιστορία του 19ου αιώνα έχει καταγράψει ταξίδια του Charles Boles στο Μιζούρι και Καλιφόρνια προς αναζήτηση κοιτασμάτων χρυσού αλλά και ενεργή συμμετοχή στον εμφύλιο πόλεμο δίνοντας μάχες σε πολλά μέτωπα. Έχει μεσολαβήσει ένας γάμος σε ηλικία 25 ετών στο Ιλινόις με την Mary Elizabeth Johnson, κι η απόκτηση τεσσάρων παιδιών με τους οποίους θα παραμείνει μαζί για ένα μεγάλο διάστημα ύστερα από την λήξη των πολεμικών επιχειρήσεων. Εγκλωβισμένος όμως σε μια οικογενειακή αγροτική ζωή, και με έντονη, ακόμα, τη μνήμη γεμάτη δράση στα ανοικτά πεδία της Άγριας Αμερικής παίρνει εκ νέου την απόφαση να αφήσει τη γη του και πλέον τίποτα δε θα παραμείνει το ίδιο. Ο Charles Boles, μεταλλάσσεται στον περιβόητο ληστή με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Black Bart, στον άνθρωπο μύθο που άρπαζε τα χρηματοκιβώτια από τις ταχυδρομικές-εμπορικές άμαξες της εταιρίας Wells Fargo* και συχνά άφηνε ποιήματα του μέσα σε αυτά καθώς τα παρατούσε στη συνέχεια συλημένα και παραβιασμένα.
‘Μακρόσυρτη η κούραση για να ‘χω το ψωμί μου
να έχω την τιμή μου και άλλους θησαυρούς
μα στου καλαμποκιού το θέρισμα είδα τους εκδορείς μου
κάποιους καλλίκομους πουτάνας-γιους.
Στη σκηνή του εγκλήματος εμφανιζόταν φορώντας ένα μακρύ, λινό, ένδυμα σε μέγεθος καπαρντίνας, ώστε να κρύβει τα ρούχα του, ενώ το πρόσωπο του ήταν καλυμμένο με ένα διαμορφωμένο τσουβάλι ή σακί περασμένο στο κεφάλι του. Ως ένας ιδιότροπος μασκοφόρος, απειλώντας με ένα όπλο που δε χρησιμοποιούσε και χωρίς να πειράξει ποτέ κάποιον επιβάτη, διέπραττε με ευγενέστατο τρόπο τη κλοπή του: ‘Σας παρακαλώ, πετάτε κάτω το κουτί;’ φέρεται να έλεγε στον οδηγό της άμαξας σύμφωνα με μαρτυρίες του καιρού. Αλλά και ένα ακόμη περιστατικό σύμφωνα με οποίο μια γυναίκα επιβάτης, καθώς ήταν ταραγμένη από το συμβάν της ληστείας, πετάει έξω από την άμαξα το πορτοφόλι της. Ο Bolles αμέσως σκύβει να το πιάσει και να της το επιστρέψει λέγοντας της: ‘Δεσποινίς μου, δεν επιθυμώ τα χρήματα σας. Αποδέχομαι μόνο τις υπηρεσίες της Wells Fargo’. Το περιστατικό είναι δηλωτικό της ευγένειας του αλλά και της εμμονής του με τη συγκεκριμένη εταιρία διότι περί αυτού πρόκειται. Για γδικιωμό.
Ένα γράμμα άλλωστε προς τη γυναίκα του, πριν ακόμα ο Bolles περάσει στην παρανομία, το μαρτυρεί. Σύμφωνα με το γράμμα, συνέβη ένα επεισόδιο μεταξύ αυτού και ανθρώπων της εταιρίας Wells Fargo το οποίο τον είχε εξοργίσει σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε ορκίστηκε πως μια μέρα θα του το πληρώσουν. Σίγουρα πήρε την εκδίκηση του.
‘Σ’ αυτό το μέρος θα ριχτώ για να πλαγιάσω
το αύριο να καρτερώ με αγωνία
ακόμα και να νικηθώ, ακόμα κι αν νικήσω
ατάραχη θα μένει η πικρία.
Θα το ρισκάρω, ας έλθουν τα μελλούμενα
χειρότερη ζωή πως μπορεί να ‘ρθει;
Κι αν στο κιβώτιο βρεθούνε χρήματα
Χα! Τα φράγκα αυτά στο πορτοφόλι.
O Charles Bolles ως ποιητής του εγκλήματος στην Άγρια Δύση, ως ένας δανδής της παρανομίας, θα συλληφθεί το Νοέμβριο του 1883 καθώς διέπραττε την εικοστή όγδοη ληστεία του, στο μέρος που κατά σύμπτωση ήταν το ίδιο με αυτό που είχε πραγματοποιήσει άλλη μια ληστεία του, την πρώτη, οχτώ χρόνια πριν. Στη τελευταία, αυτή, απόπειρα του θα δεχτεί πυροβολισμούς, θα τραυματιστεί και θα αναγκαστεί να διαφύγει αφήνοντας πίσω του σημαντικά ίχνη. Κι αυτά θα οδηγήσουν λίγες μέρες αργότερα τους επιθεωρητές στο τόπο της κατοικίας του για να τον συλλάβουν, λύνοντας ταυτόχρονα το γρίφο της εποχής.
Θα καταδικαστεί σε φυλάκιση έξι ετών όπου λόγω καλής διαγωγής θα αποφυλακιστεί λίγο νωρίτερα. Την ημέρα της αποφυλάκισης του, το θέμα του μυθικού ληστή Black Bart δεν είχε κατακαθίσει. Ρεπόρτερ της εποχής τον περίμεναν στην έξοδο και άρχισαν τις ερωτήσεις. Μία εξ’ αυτών ήταν αν θα συνεχίσει να ληστεύει άμαξες: ‘Όχι κύριοι, εγώ με το έγκλημα τελείωσα’ απάντησε με σαφώς κλονισμένη την υγεία του. Η επόμενη ερώτηση αφορούσε τη ποίηση του και το αν θα συνέχιζε να γράφει: ‘Μα δε με ακούσατε; Σας είπα κύριοι. Εγώ με το έγκλημα τελείωσα.’
Η ποίηση, το επιδόρπιο του εγκλήματος.
Κι αυτή ήταν η τελευταία του εμφάνιση στο καρνέ της ιστορίας. Από τότε κανείς δε τον ξανάδε ζωντανό. Πολλοί ήταν οι ψίθυροι και τα ακούσματα για το τι είχε απογίνει, όλα υπόνοιες ενισχυτικές του μύθου του. Σκοτώθηκε, κατέφυγε στην Άγρια Δύση, πέθανε στα βουνά. Και μ’ άλλο πρόσημο. Ζει, παντρεύτηκε ξανά, έγινε πλούσιος. Διάφορα.
Όμως εγώ θα πω, πως τον είδα κρυμμένο πίσω από έναν θάμνο, από τους ελάχιστους των Αθηνών. Μου φάνηκε ανυπόμονος, ταλαιπωρημένος, σα να στέκει μέσα στους αιώνες, κι όμως ακλόνητος να περιμένει μήπως και περάσει καμιά παλιά άμαξα. Δε βλέπει την άσφαλτο;
Ας του πει κάποιος: δύσκολες εποχές για καραούλια
*Η Wells Fargo αποτελεί στις μέρες μας Αμερικάνικο τραπεζικό κολοσσό. Τι ευτυχή συγκυρία για τη μνήμη του νεκρού.

Σαμσών Ρακάς · Ποειν | Οκτώβρης 2008