Ημερολόγιο · σελίδα νούμερο δεκατέσσερα

άνω από το κουφάρι μιάς αγαπημένης πόλης (ήσουν δεν ήσουν εικοσιένα),
η Κλωθώ,
κόρη του Έρεβους και της Νυχτός, αδερφή της Μιράντας,
ίπταται.

κατόπιν προσγειώνεται απαλά.
(περι)πλανιέται.
(περι)πλέκει.

Στους δρόμους καθώς γυρνά, (τους ίδιους)
(ε)ρωτά φίλους η Κλωθώ:

“Ἐκκαίομαι γάρ εἰς τόν τοῦ ἀνδρός πόθον, καί διά τοῦτο συνεχῶς αὐτόν περιστρέφ(ουσα) οὐ παύομαι, καί ὥσπερ εἰς άρχέτυπον είκόνα τινά, εἰς τήν τούτου ψυχήν ἐνορῶν, ἐκπλήττομαι..”

Ε εσύ,
με ονοματεπώνυμο «Δικαίωμα στην Πόλη»,
πλησίασε,
μ’΄ένα κερί αναμμένο,
και κλείσε της τα μάτια.

(À un passant: μπλούμ στο αθηναϊκό κενό_μου λείπεις_αλλά είμαι εντάξει)

Η Δέσποινα Καταπότη
συνομιλεί με το καλέμι στα δόντια