Ημερολόγιο · σελίδα νούμερο δεκάξι
Ο «Ούτις» της νήσου του, των πολλών μας διαμερισμάτων, του μοναδικού λόφου, της ξύλινης σκηνής, του Ρενό.
Ο «Ούτις» δεν θέλει να καλεμηθεί* κι ας μας φαίνεται πού και πού σαν να ξαποσταίνει στην ακινησία.
Ίσως να υποθέτετε, μερικοί συνεπιβάτες, πως ό,τι καταλάβατε ή θα καταλάβετε είναι μια παρούσα ελεγεία στο τίποτα.
Κι όμως, η πραγματική υπόκλιση στον «πανταχού απόντα» τελείται ως τραγωδία μπροστά στα ανείπωτα, σε αυτά που απουσιάζουν.
Η επιτέλεση του Ρενό εμφανίζεται ως μια ελλιπής ανάγνωση κι όσοι γνωρίζουμε το κείμενο του «Ούτινος» εύκολα διολισθαίνουμε στα καθίσματα προς άλλες πιθανές συρραφές του.
Η μεγαλύτερη απόδειξη της ζωντάνιας του κειμένου, όμως, δεν είναι ούτε η επικαιροποίησή του, ούτε η πρωτοποριακή για την Ελλάδα τεχνοτροπία του.
Προσωπικά πάντα, είναι ένα μικρό παραπάτημα στα όρια του τυπογραφικού λάθους που – την άνοιξη του 2017 – σκουντάει τον Σαμσών να απαγγείλει στο τιμόνι «ετών 36» σε πείσμα των εκτυπωμένων μου σελίδων που πίσω από τη μάσκα ακόμα αντηχούν το «ετών 35».
*καλεμάω: προσπαθώ με δυσκολία να δώσω νόημα στο ανόητο αλλάζοντάς του το σχήμα με τη χρήση ενός καλεμιού (παθ. καλεμιέμαι)