Ημερολόγιο · σελίδα νούμερο δώδεκα

Καθισμένος ο Ούτις σ’ ένα ύψωμα μ’ ένα καλέμι στα χέρια και καπνιά στο δεξί αυτί, παρακολουθεί τον ιερομόναχο Διονύσιο από τον Άγιο Λύπιο να εξιστορεί το τέλος της Γυναίκας της Ζάκυνθος. «Είδες να μαδάνε την κότα και ο αέρας να συνεπαίρνει τα πούπουλα; Έτσι πάει το έθνος», του ψιθυρίζει ο Διονύσιος. Απορημένος ο Ούτις τον βλέπει να χτυπάει τρεις φορές τον τοίχο της εκκλησίας όπου τελεύτησε, μιμήθηκε την κίνηση και τα χτυπήματα στον τοίχο που δεν υπήρχε πια. Κοίταξε καλύτερα στο κενό που άνοιξε και με ένα αγκίστρι ανέσυρε πίσω από τον τοίχο ξόρκια, θεωρήματα, αντάρες και την μπουγάδα που ξέχασε η Γυναίκα μέσα στη νύχτα.