μια τέτοια νύχτα θα εισβάλω βίαια στο σπίτι σου και θα σου πω «έχεις πέντε λεπτά να ετοιμαστείς, φεύγουμε για διακοπές Χριστουγέννων» / εσύ θα μου πεις «δε γίνεται» με ύφος «επιτέλους ήρθες» κι ύστερα θα αναχωρήσουμε με τα πόδια για το βορρά, χωρίς λεφτά, χωρίς πολίτευμα / ανάμεσα στο μέλλον και στο παρελθόν υπάρχει η παλάμη σου να σφίγγει τη δικιά μου / κι όταν πεινάσουμε θα κάνουμε μια ένοπλη ληστεία για 4 σάντουιτς και 5 ροξάκια στο 90ο χιλιόμετρο και θα τους ξεφύγουμε με μια κόκκινη νταλίκα γεμάτη λαμπιόνια που αναβοσβήνουνε / πάνω σε τριπλή προσπέραση στο Μαλιακό θα πλησιάσεις το αυτί μου, θα μου πεις «ηγεμονεύουμε την ιδέα της ευτυχίας» και θα στρίψεις το τιμόνι απότομα / οι αφίσες με τα γυμνά μοντέλα θα χύσουνε σιλικόνη στην άσφαλτο / γλείφοντας τις άφυλες πληγές μας κι αφήνοντας πίσω μας χάος θα συνεχίσουμε με τα πόδια σε σκοτεινούς παράδρομους έχοντας για συνοδεία ένα σμήνος πυγολαμπίδων / απολυτρωμένοι από τους εφηβισμούς της ιστορικής δικαίωσης θα μπούμε σαν τους πρωτόπλαστους στη Λάρισα και θα διανυκτερεύσουμε σε μία φάτνη / εκεί θα κουρνιάσουμε γυμνοί πίσω από τους μάγους, θα σου απαγγείλω με τα δάχτυλά μου τον πάπυρο του Δερβενίου, θα μετρήσεις με τη γλώσσα σου όλες τις ελιές στο σώμα μου και μετά θα κοιμηθούμε αγκαλιά βλέποντας σε ένα όνειρο κοινό αυτό που ζούμε / «πρέπει να φύγετε τώρα», θα μας σκουντήξει συνωμοτικά η μαμά του Χριστού το ξημέρωμα, θα περάσουμε τα Τέμπη, θα ανέβουμε στον Όλυμπο να σε ταΐσω φρέσκο χιόνι, θα κοιταχτούμε στα μάτια κλαίγοντας για πολλή ώρα / ανάμεσα στο μέλλον και στο παρελθόν υπάρχουνε τα καστανά σου μάτια που με κοιτούν και κλαίνε τα δικά μου / ύστερα θα σηκωθούμε να πλυθούμε, θα γδυθούμε σα ρωμαϊκές πόρνες, ένα κοπάδι αγριοκάτσικα θα μας πλησιάσει κι όλα μαζί θα αρχίσουν να μας γλείφουν από πάνω ως κάτω / βαφτισμένοι από τη γλώσσα του γκρεμού θα κατευθυνθούμε στον τελικό προορισμό / λίγο πριν τα μεσάνυχτα θα μπούμε μπουσουλώντας στη Θεσσαλονίκη, θα σπάσουμε την πόρτα του Λευκού Πύργου, θα ανεβούμε τις σκάλες σέρνοντας πίσω μας ένα κλαδί ελιάς, θα βγούμε στην ταράτσα κι ατενίζοντας την πλάση θα απευθύνω προς πάσα κατεύθυνση το μέγα ερώτημα: «Παπαφλέσσα, το μετάνιωσες καθόλου;» / τότε θα σκαρφαλώσεις στον ώμο μου, εγώ θα πλησιάσω το χείλος, θα μου κλείσεις τα μάτια με τα χέρια σου, και πάνω ακριβώς στη θορυβώδη αλλαγή του έτους θα βαδίσω θαρραλέα στο κενό / γιατί ανάμεσα στο μέλλον και στο παρελθόν θα στέκει αιώνια η πατρίδα του κοινού μας θανάτου / ώ πέτρα, πού στο διάβολο κρύβεις τις σπίθες σου;