«Πεταλούδες σε λάθος υψόμετρο»

Κάθομαι στο μπαλκόνι και διαβάζω το «Μίλησε Μνήμη» του Ναμπόκοφ μέχρι που βλέπω ξαφνικά τους απέναντι να επισκέπτονται το εξοχικό τους. Τι να κάνω; Ακουμπάω το βιβλίο στο τραπέζι αμέσως. Πόσα χρόνια είχαν να φανούν; Είχε ρημάξει το σπίτι τους. Το υπόστεγο που βάζαν το αμάξι είχε κρυφτεί απ’ την κληματαριά, τα παραθυρόφυλλα είχαν ξεφτίσει, ο φοίνικας πάει καιρός που έχει πέσει. Τώρα που το σκέφτομαι πρέπει να έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από τότε που σκοτώθηκε ο γιος τους σε τροχαίο στο νησί. Στην ηλικία μου ήταν αν και δεν κάναμε πολύ παρέα. Για να πω την αλήθεια με δυσκολία θυμάμαι τώρα το πρόσωπό του. Παράξενο δεν είναι; Γιατί υπάρχουν πολλές αναμνήσεις που τον περιέχουν, όπως για παράδειγμα αυτή που πηγαίναμε τούβλα μ’ ένα καρότσι στον πατέρα μου -κάτι έχτιζε δε θυμάμαι- ή την άλλη που κοιμόμασταν στο σπίτι της ξαδέρφης του όλη η παρέα του καλοκαιριού πάνω από δέκα άτομα, κι εκείνος στον ύπνο του σηκώθηκε, έκανε για λίγα δευτερόλεπτα τον καρατερίστα υπνοβατώντας και γελάγαμε όσοι ήμασταν ξύπνιοι, μα όλες αυτές τις αναμνήσεις όταν τις ανακαλώ βλέπω μόνο ένα αχνό περίγραμμα, που αν και υπονοεί μέσα του ένα βάρος δε διακρίνονται οι λεπτομέρειες των χαρακτηριστικών του. Kι είναι λες και κοιτάω ένα γενικό σκίτσο που αποτελεί σπουδή πάνω σε μια ελαιογραφία που πρόκειται να ακολουθήσει, μόνο που στην περίπτωσή του δεν ήρθε ποτέ η ελαιογραφία, και το χρώμα δε ρίχτηκε στον καμβά, ξοδεύτηκε όλο στην άσφαλτο, κι ούτε δόθηκε η πλαστικότητα στους όγκους της ζωής του. Δεν ξέρω καν αν γνώρισε ποτέ τον έρωτα, αν και η εμπειρία μου είναι πως δεν μπορείς να πεθάνεις εύκολα από αυτοκινητιστικό στο νησί αν δεν είσαι ερωτευμένος.

Μα οι νεκροί με τους νεκρούς κι εγώ με τους γονείς του, που τώρα τους κοιτώ απ’ τη βεράντα να παλεύουνε με δαίμονες «σαν πεταλούδες που ελευθερώθηκαν σε ξένη γεωγραφική ζώνη, λάθος υψόμετρο, ανοίκεια χλωρίδα», όμως το παλεύουνε τους βλέπω, προσπαθούν να ανοίξουν τα φτερά τους, αγωνίζονται να σουλουπώσουνε το σπίτι, κάνουν το παν για να λοξοδρομήσουν απ’ το θρήνο τους, και για να ‘μαι ειλικρινής μου κακοφαίνεται λίγο αυτό. Ξέρω δεν είναι σωστό, κι ούτε νιώθω εντάξει με τη σκέψη μου αλλά να, σκέφτηκα πως δε ήθελα οι γονείς μου να πάψουνε να με θρηνούν άμα πεθάνω. Η σκέψη μου αυτή με τρόμαξε για την εφηβική αναίδειά της. Κούνησα πέρα δώθε το κεφάλι μου, έπιασα πάλι το βιβλίο κι άρχισα αμέσως να διαβάζω δυνατά μήπως και ξεχαστώ: «Γνωρίζω, ωστόσο, και την περίπτωση νεαρού χρονοφοβικού, ο οποίος ένιωσε κάτι σαν πανικό όταν είδε για πρώτη φορά οικογενειακές ταινίες γυρισμένες λίγες εβδομάδες πριν τη γέννησή του. Είδε έναν κόσμο κατά βάσιν απαράλλαχτο -ίδιο σπίτι, ίδιοι άνθρωποι- και κατάλαβε μετά ότι εκείνος δεν υπήρχε πουθενά ενώ κανένας δεν πενθούσε την απουσία του. Σ΄ένα παράθυρο του επάνω ορόφου φάνηκε η μητέρα του να κουνάει το χέρι της -κι αυτή η ασυνήθιστη χειρονομία τον αναστάτωσε σαν να ήταν αποχαιρετισμός ακατάληπτος. Αλλά το θέαμα που τον κατατρόμαξε ήταν ένα ολοκαίνουργιο καρότσι που στεκόταν εκεί, στη βεράντα της εισόδου, με την καταχρηστική αυταρέσκεια του φερέτρου. Και μάλιστα φερέτρου άδειου, λες και, στην ανάστροφη πορεία των γεγονότων, ως και τα κόκαλά του είχαν εξαλειφθεί».

Σαμσών Ρακάς