του Σαμσών Ρακά

μετά χτύπησε το τηλέφωνο μπουκωμένος ο νυχτοφύλακας άρχισε να μιλάει: τριανταδύο χρονών γυμνάστρια τον καλύτερο κώλο που πήρα ποτέ Κώστα
-αν ζούσε σήμερα ο Οιδίποδας θα έβγαζε τα αυτιά του-
κι έφυγα προς την αντίθετη κατεύθυνση με ποταμού ορμή που βρίσκει στο φράγμα μια μικρή σχισμή και την ανοίγει σαν κουρτίνα για να μπει και μαζί του το ποτάμι παίρνει και το ποίημα και μένει ο ποιητής γυμνός γιατί το ποίημα είναι κουστούμι και το ποίημα αυτό φοράει τσιγγάνικο κουστούμι είμαι από γενιά τσιγγάνων κοιτάχτε πώς χορεύω κι αν είμαι απόγονος αρχαίων ελλήνων είμαι απ’ τη μεριά των σκλάβων κοιτάχτε τις παλάμες μου γεμάτες χαρακιές απ’ τα μαστίγια
αν έχουμε ακόμη μια ελπίδα τη χρωστάμε σε αυτούς που δεν έχουνε καμία
κρουαζιέρα στο αιγαίο στην προπέλα στροβιλίζονται τα βρέφη απ’ τη Συρία
νερά της Κύπρου, της Συρίας, της Αιγύπτου
δεν είναι να γράψει ιστορία η δουλειά του νομοθέτη αλλά να σβήσει την ιστορία που γράφει ο παραβάτης
όμως θεέ του νυχτοφύλακα όσα νομίζεις ότι σβήνεις τα γράφει η γόμα πάνω της
το πνεύμα του Αρχίλοχου κινείται σε κατώγια γεμάτα κρασοβάρελα και σαν φλογερολάλης ψέλνει: κάθε τόπου η ιστορία γράφεται από αυτούς που τον πατούν και τον εδιασχίζουν η ιστορία της ορθόδοξης ελλάδας γράφεται απ’ αυτούς που μπαίνουνε στο τρόλεϊ στις έξι το πρωί
πλανόδιοι αλλοδαποί με τα cd στο χέρι γύφτισσες που δένουνε καλάθια ντόπιοι στην καντίνα λιμανιού Νέα Πέραμος – Φανερωμένη
γιατί και τα σκυλιά την πείνα αν δεν γνώριζαν κόκαλα δε θά θαβαν στο χώμα
οι τρελοί αδέσποτα ταΐζουν οι υγιείς στέλνουν πυραύλους
οι ιστορικοί καταγράφουνε την ιστορία χωρίς να τη σκαμπάζουν
μέχρι το νεκρό -τον δικό τους νεκρό- μπορούν να καταγράψουν
ποιος στέκεται όμως ν’ ακούσει τον ήχο του δαχτυλιδιού που κατρακυλάει μες στο φέρετρο όταν λιώνει το δάχτυλο;