Ψυττάλεια / Πρώτη Γραφή: Το μετανοημένο παλίμψηστο

του Σαμσών Ρακά

(εικονογράφηση: άπιαστος λέιζερ)
Tον 2ο αιώνα μ.Χ., για να καταγράφει τις σκέψεις του ο άνθρωπος, έσφαζε χωρίς σταματημό πρόβατα, χοίρους, άλογα. Αφού τα έγδερνε προσεχτικά, έπαιρνε το δέρμα τους και έφτιαχνε τις περίφημες περγαμηνές. Λόγω του υψηλού κόστους τους δεν ήταν λίγες οι φορές που ξυνόταν ελαφρώς το παλαιό περιεχόμενο της περγαμηνής και μεταγραφόταν ένα νέο κείμενο. Το παλίμψηστο. Από τον 15ο αιώνα κι ύστερα οι δισεκατομμύρια ανθρώπινες λέξεις εγγράφονται πάνω σε τόνους χαρτιού, αποψιλώνοντας αδιάκοπα τεράστιες εκτάσεις δασών ανά τον πλανήτη. Σήμερα η γραφή μπορεί να επιτευχθεί ηλεκτρονικά, γραμμένη μέσα σε πίξελ, τα οποία κατασκευάζονται σε εργοστάσια που αφήνουν πίσω τους περιβάλλοντα γεμάτα τοξικά δηλητήρια και μολυσμένα νερά. Δε στέκομαι στην οικολογία. Το μόνο που θέλω να πω είναι αυτό: όσο υψηλά νοήματα κι αν αγγίζει ενίοτε η λογοτεχνία, η ανθρώπινη γραφή δε θα πρέπει να παραβλέπει πως είναι καταδικασμένη να ενέχει εγγενώς την υπεροψία του ανθρώπινου είδους. Το μακροσκελές ποίημα της Ψυττάλειας Β, έχοντας την επιθυμία να ξορκίσει, έστω και στο φαντασιακό του, αυτήν την καταδίκη, ακολουθεί ιστορικά μιαν αντίθετη πορεία: γράφτηκε αρχικά σε οθόνη υπολογιστή, μεταγράφηκε χειρόγραφα σε παχύ χαρτί, και στη συνέχεια τα εκτυπωμένα χειρόγραφα κολλήθηκαν με διαλεκτική διάθεση πάνω σε ένα λογοτεχνικό στρώμα μιας σπάνιας σειράς περιοδικών της Νέας Εστίας της περιόδου 1938-1939, που τυγχάνει να αποτελεί και το μακροβιότερο περιοδικό της Ελλάδας. Μπαίνοντας στο χώρο της Νέας Εστίας, βλέπεις την συγκεκριμένη περίοδο να κρύβονται μέσα όλες οι ιερές αγελάδες της εγχώριας λογοτεχνίας (ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός, ο Καραγάτσης με τις δεκάδες συνέχειες του Γιούγκερμαν πριν ακόμα εκδοθεί, αλλά και ο Καββαδίας, ο Λαπαθιώτης κ.ά.) που θυσιάζονται βέβηλα από πλευράς μου, ώστε να φτιάξω από το πετσί τους το μετανοημένο παλίμψηστο. Γιατί «είμαι της πίστης / πως άμα ένα λογικό κοπάδι / βγάλει φως / και να πάει σφαχτό / το φως ταξιδεύει για πάντα*».
* Ν. Παναγιωτόπουλος, απόσπασμα από το έμπα του 27ου κεφαλαίου του Σύσσημου .

μετά χτύπησε το τηλέφωνο μπουκωμένος ο νυχτοφύλακας άρχισε να μιλάει: τριανταδύο χρονών γυμνάστρια τον καλύτερο κώλο που πήρα ποτέ Κώστα

-αν ζούσε σήμερα ο Οιδίποδας θα έβγαζε τα αυτιά του-

κι έφυγα προς την αντίθετη κατεύθυνση με ποταμού ορμή που βρίσκει στο φράγμα μια μικρή σχισμή και την ανοίγει σαν κουρτίνα για να μπει και μαζί του το ποτάμι παίρνει και το ποίημα και μένει ο ποιητής γυμνός γιατί το ποίημα είναι κουστούμι και το ποίημα αυτό φοράει τσιγγάνικο κουστούμι είμαι από γενιά τσιγγάνων κοιτάχτε πώς χορεύω κι αν είμαι απόγονος αρχαίων ελλήνων είμαι απ’ τη μεριά των σκλάβων κοιτάχτε τις παλάμες μου γεμάτες χαρακιές απ’ τα μαστίγια

αν έχουμε ακόμη μια ελπίδα τη χρωστάμε σε αυτούς που δεν έχουνε καμία

κρουαζιέρα στο αιγαίο στην προπέλα στροβιλίζονται τα βρέφη απ’ τη Συρία

νερά της Κύπρου, της Συρίας, της Αιγύπτου

δεν είναι να γράψει ιστορία η δουλειά του νομοθέτη αλλά να σβήσει την ιστορία που γράφει ο παραβάτης

όμως θεέ του νυχτοφύλακα όσα νομίζεις ότι σβήνεις τα γράφει η γόμα πάνω της

το πνεύμα του Αρχίλοχου κινείται σε κατώγια γεμάτα κρασοβάρελα και σαν φλογερολάλης ψέλνει: κάθε τόπου η ιστορία γράφεται από αυτούς που τον πατούν και τον εδιασχίζουν η ιστορία της ορθόδοξης ελλάδας γράφεται απ’ αυτούς που μπαίνουνε στο τρόλεϊ στις έξι το πρωί

πλανόδιοι αλλοδαποί με τα cd στο χέρι γύφτισσες που δένουνε καλάθια ντόπιοι στην καντίνα λιμανιού Νέα Πέραμος – Φανερωμένη

γιατί και τα σκυλιά την πείνα αν δεν γνώριζαν κόκαλα δε θά θαβαν στο χώμα

οι τρελοί αδέσποτα ταΐζουν οι υγιείς στέλνουν πυραύλους

οι ιστορικοί καταγράφουνε την ιστορία χωρίς να τη σκαμπάζουν

μέχρι το νεκρό -τον δικό τους νεκρό- μπορούν να καταγράψουν

ποιος στέκεται όμως ν’ ακούσει τον ήχο του δαχτυλιδιού που κατρακυλάει μες στο φέρετρο όταν λιώνει το δάχτυλο;

 

Διαβάστε εδώ μια μακροσκελή κριτική της πρώτης γραφής της Ψυττάλειας || του Ζήση Αϊναλή