Λίγο πριν το σούρουπο κάποιες φορές πέφτει ένα φως που με σαστίζει. Ένα φως γεμάτο νόημα, σαν προϊστορική οντότητα. Έχω προσπαθήσει να το φωτογραφήσω αλλά είναι αδύνατον να συλληφθεί η ακριβής μορφή του, η ποιότητα της έντασής του, ο ύπουλος τρόμος που εκτοξεύει. Είναι μονίμως άπιαστο από μια συσκευή που δεν έχει τη δυνατότητα να ανατριχιάζει. Κι είναι στιγμές που απορώ αν το πρόβλημα δεν το έχει το φως αλλά εγώ ο ίδιος που το αισθάνομαι να πέφτει περίεργα. Μα ευτυχώς, κάπου εδώ έρχονται οι λέξεις για να δικαιώσουν το σάστισμά μου, οι οποίες ξεπερνώντας τη μηχανική πραγματοποιούν ένα πνευματικό άλμα, φτάνοντας μέχρι τα άδυτα του συναισθήματος. Τις βρήκα να στέκουν σε έναν ποιητή που στα εικοσιπέντε σου δεν πρέπει να τον συμπαθείς. Στα τριανταπέντε σου οφείλεις.

 

 Θα προτιμούσα
τη ζεστασιά του ήλιου χωρίς τον ήλιο· θ’ αποζητούσα
μια θάλασσα που δεν απογυμνώνει· ένα μαβί χωρίς φωνή,
χωρίς αυτή την ανάγωγη ανάκριση την καθημερινή.
Θα με ξεκούραζε το σιωπηλό χάδι της ομίχλης στα κρόσσια του ονείρου·
αυτός ο κόσμος δεν είναι ο δικός μας, είναι του Ομήρου

Γιώργος Σεφέρης | Στα περίχωρα της Κερύνειας

***

ακούστε ολόκληρο το ποίημα εδώ: