«Τι χρώμα έχει η ποίηση;»
του Σαμσών Ρακά
Η ποίηση
έχει το χρώμα των ματιών σου
όταν κοιτούν τον ουρανό
και αντανακλούνε μέσα τους τον κεραυνό
που ρίχνεται σε έναν κάμπο
και στα δυο -ωσάν χαρτί-
σκίζει μιαν αιωνόβια ελιά
που ένα σούρουπο μιας άνοιξης παλιάς
είχε ξαπλώσει στη σκιά της
ένα παιδί αμούστακο
μικρό τσοπανοπαίδι
και αποκοιμήθηκε για δυο λεπτά
και ονειρεύτηκε μια Γκόλφω
μέσα στην τουρκοκρατία
-ή στο 843;-
να το σκάει νύχτα απ’ το σπίτι της
προς τον μαχαλά των Τούρκων να τραβά
γιατί αγάπησε δυο μάτια οθωμανικά
καθώς αντανακλούνε μέσα τους τον κεραυνό
που ρίχνεται σε έναν κάμπο
και στα δυο -ωσάν χαρτί-
σκίζει μιαν αιωνόβια ελιά
που ένα μαύρο πρωινό
βρήκανε στο γερό κλαδί της
μια κόρη κρεμασμένη
ο άνεμος να τηνε τραμπαλίζει
μια στην ανατολή επήγαινε
και μια στη δύση εγυρνούσε
κι αρχίσαν οι καμπάνες να χτυπούν
μια στην ανατολή εχτύπαγαν
και μια στη δύση εβροντούσαν
όλα τα χωριά μαζεύτηκαν
απ’ την ανατολή κατέφτασαν
και απ’ τη δύση ήλθαν
να δούνε πώς αδειάζουν παντελώς
του αυτόχειρα τα μάτια
καθώς αντανακλούνε μέσα τους τον κεραυνό
που ρίχνεται σε έναν κάμπο
και στα δυο -ωσάν χαρτί-
σκίζει μιαν αιωνόβια ελιά
που κάποτε ένας χωραφάς
έδεσε πάνω στον κορμό της
το γερασμένο του γαϊδούρι
και το παράτησε για πάντα εκεί
να το ξεφορτωθεί
γιατί τα μάτια του ο χωραφάς
όταν χτυπάγανε οι ουρανοί
τα είχε σφαλιστά
και δεν αντίκρυσαν ποτέ τον κεραυνό
που ρίχνεται σε έναν κάμπο
και στα δυο -ωσάν χαρτί-
σκίζει μιαν αιωνόβια ελιά
που κάποτε ο παντελώς λησμονημένος
ποιητής μας Καρασούτσας
περνώντας από ‘κει αμέσως
στήριξε την πλάτη του απάνω της
γιατί συνέλαβε το ποίημα
«η παντεχνία του ανθρώπου»
κι έγραψε στο χαρτί του πως
«ηνιοχεύει ο κεραυνός»
που ρίχνεται σε έναν κάμπο
και στα δυο -ωσάν χαρτί-
σκίζει μιαν αιωνόβια ελιά
που βαθιά στις ρίζες της
ένας μαυραγορίτης μες στη νύχτα
έθαψε τις λίρες του δύο σεντούκια
γιατί ο δόλιος το επίστεψε
πως κάποτε θα γίνει μπορετό
να αγοραστεί ο κεραυνός
που ρίχνεται σε έναν κάμπο
και στα δυο -ωσάν χαρτί-
σκίζει μιαν αιωνόβια ελιά
που έναν Αύγουστο στον ίσκιο της
αγκαλιαστήκαμε εγώ κι εσύ
γινήκαμε πρωτόπλαστοι
κι αρχίσαμε από την ηδονή
να σκαρφαλώνουμε στον κεραυνό
που ρίχνεται σε έναν κάμπο
και στα δυο -ωσάν χαρτί-
σκίζει μιαν αιωνόβια ελιά
παντοτινά
κι όπως την έσκισε κανείς
δεν βρέθηκε εκεί να δει
πώς πεταχτήκαν από μέσα της αυτοστιγμεί
κι η Γκόλφω
και το τσοπανοπαίδι
και τα καμπαναριά
κι αρχίσανε σαν πίδακας να αναβλύζουν
τα δάκρυα του μαυραγορίτη
και οι λίρες
και τα οστά της γαϊδούρας
και αναλήφθηκαν όλα στους ουρανούς
μαζί κι οι κρεμασμένοι
κι ο χωραφάς
και βέβαια ο Καρασούτσας
όλοι ταξίδευαν με το 843
προς τους ελαιώνες της ποίησης
όσο ένας τυφλός
τους χαιρετούσε από κάτω
με υψωμένο το μπαστούνι του
καθώς το χρώμα της ποίησης
άστραφτε στα δυο
κρυστάλλινά του μάτια
και κανένας από μας
θα το ουδέποτε
αντικρύσει.
Διαβάστηκε στη λήξη της έκθεσης ζωγραφικής τού Κώστα Παπαστεργίου στη Νίκαια στις 27.7.18