ΛΟΦΟΣ ΦΙΛΟΠΑΠΠΟΥ, ΕΠΤΑΘΡΟΝΟ | 16.10.15

Ανεξάρτητα από την ποιότητα της λογοτεχνίας η οποία κατά τη γνώμη μου δεν ήταν καθόλου αμελητέα, αλλά και ανεξάρτητα από το πώς καταφέραμε να την υπηρετήσουμε εκείνη την περίεργη νύχτα της 16ης Οκτώβρη, νομίζω πως η συνάντηση περίπου σαράντα ανθρώπων στο Επτάθρονο του Φιλοπάππου ήταν μοναδική. Κι αυτό, διότι τελικά κατάφερε μέσω της ποιητικής τέχνης να προσδώσει απρόσμενα κάποια σημάδια ζωής και χρησιμότητας σε ένα παντελώς λησμονημένο μνημείο για πολλούς αιώνες. Το γεγονός αυτό, αυτόνομα και αυθόρμητα δημιουργημένο, νομίζω πως αποτελεί εκτός των άλλων μια μικρή πολιτική νίκη για όλους τους συμμετέχοντες, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη μετάβαση της ποιητικής εκδήλωσης από την τοποθεσία του εκκεντρικού στον ιδεατό τόπο του έκκεντρου.

Και με αφορμή την ενδιαφέρουσα συζήτηση περί προγόνων (http://frmk.gr/2015/06/23/sisit5/) που άνοιξε συμπτωματικά την ίδια στιγμή στο περιοδικό ΦΡΜΚ, θα επεκτείνω λίγο τη σκέψη μου διευκρινίζοντας πως η πολιτισμική νοηματοδότηση του αρχαίου χώρου δεν επικοινωνεί με την ξεπερασμένη παπαρρηγοπουλική παράδοση μιας υποτιθέμενης τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνισμού. Η έννοια του προγονικού υποκειμένου παράγεται στη σκέψη μου με κάτι πολύ βαθύτερα απλό, το οποίο βρίσκεται πέρα από τις ανθρωποκεντρικές ταυτίσεις: να ξυπνάς και να κόβεται το βλέμμα σου απ’ τη μια στον Υμηττό και από την άλλη στην Πάρνηθα. Θέλω να πω πως το ορισμένο πεδίο ενός κοινού γεωγραφικού ψυχισμού και μιας κοινής συναισθηματικής ορατότητας σε κάθε τόπο ίσως προηγείται δομικά των μεταγενέστερων πολιτισμικών αναφορών του.

 

Σ. Ρ.

Η εκδήλωση αφορούσε ποιητικά βιβλία που τότε γραφόντουσαν και δεν είχαν αποκτήσει ακόμα την οριστική τους μορφή. Γι’ αυτό και έχει την αξία του να παραθέσουμε εδώ κάποια αποσπάσματα που σήμερα είτε δεν υφίστανται είτε έχουν διαφοροποιηθεί.

Σαμσών Ρακάς

«Η Καταγωγή του Αγέννητου» (πλέον «Ούτις»)

ποια έκσταση;

λογιστικά σπουδάσαν οι θεοί

κι απορώ πως ο Έλλιοτ το ήξερε

γιατί μόνο αυτός το ήξερε τι να κάνουμε τώρα;

πως τα φύλλα όταν ξεραίνονται βγάζουνε ήχο τσίγκινο

πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;

ουαί κι αλοίμονο

ουαί κι αλοίμονο αν νιώσεις δέος στην καμπάνα

επειδή απλώς καμπανίζει

κι όχι επειδή οι μέλισσες καταμεσήμερο

φορτώνουνε στη ράχη τους προσεχτικά

την ηχώ του καμπανίσματος

και την πηγαίνουν πόρτα πόρτα σαν το παλιατζή

στο παράθυρο της κουζίνας

κράτει όλα

σταυροκόπημα γριάς με λαδωμένα χέρια

γιώργος δομιανός

«Πάσα ανάσα»

εκεί θα ανθρωπεύαµε

το κενό

θα µας πλησίαζαν

ολοζώντανοι

όλοι οι αστροναύτες

που τα κράτη είχαν κηρύξει

αγνοούµενους

µε µια αλήθεια

να φωσφορίζει

µέσα από τα σπασµένα

σκάφανδρα τους

θα µας τραβούσαν από το µανίκι

ψιθυρίζοντας

πως η διάλεκτος του µετεωρίτη

και των φυλλωµάτων της µουριάς

είναι πανοµοιότυπη

 

Μάξιμος Τρεκλίδης

«Εωθινά βαλς ενός μόνου»

Διχασμένος από υγρασία και κάμποση κατανόηση
Εφησυχάζομαι στο φυσιολογικό μου μπαλκόνι
Κοιτάζοντας προσεχτικά τ’ ανορεξικό κυπαρίσσι
Χώρια απ’ τον άνεμο χώρια απ’ την υπόληψη του χρόνου
Με το γνώριμο θρόισμα των βλεφάρων μου
Κοιτάζω το πεισματάρικο κυπαρίσσι
Που κάνει κωλοδάχτυλο στον ουρανό
Υποσχόμενο θάνατο και δροσιά νταβανόφερτη
Προσπαθώντας να κοιμίσει το πείσμα του
Σαλεύει μια πιο ελαφρύ κι από φτερό
Σαλεύει δυο πιο κρύο κι απ’ το φεγγάρι
Στέλνει στον ύπνο μου μια κάποια αδιαφορία
Στέλνει ευχές στο γιόρτασμα της μοίρας
Στην υγειά του επέκεινα στην υγειά της στιγμής
Περήφανος νοσταλγός όσων δεν έγιναν
Με μάτια έρημα κι ερωτευμένα όντας
Το έρμαιο των πρωινών
Παραμένω μ’ ένα κεφάλι ασυγχώρητο
Που γυρίζει πάντοτε
Προς τη μεριά όσων έχω αγαπήσει