· κύριε διψάω, κύριε διψάω ·
«Προτιμώ ένα βαρκάκι από έναν καθεδρικό ναό»
Γιώργος Θεοτοκάς
Βρίσκομαι βορειοανατολικά της Πάρου. Είναι μεσημέρι Ιουλίου και κάθομαι στο γωνιακό τραπέζι ενός beach bar προσπαθώντας να κατανοήσω τι στράβωσε στην όλη ιστορία. Εκεί που κάνουνε extreme sports έχουν πακτώσει στο βυθό αρχαία ναυάγια. Κάτω από τις ατέλειωτες ξαπλώστρες βρίσκονται θαμμένα κρανία που κάποτε καταδικάστηκαν «εις ξίφους θάνατον». Στον αρχέγονο τόπο ανελέητης πειρατείας τώρα ίπτανται αερόμπαλες. Κι όλα ξεχάστηκαν. Ο ανέμελος τουρίστας νίκησε. Το όρος Ζα απέναντι έχασε τα όσιά του. Η πλάση τώρα ξεψυχά σε ένα μπιτ των τριών ακουσμάτων. Όσο μικραίνει η επίγνωση του τόπου τόσο εντείνεται η απόλαυση του επισκέπτη. Ξεσάλωμα επιτάσσει ο αυθέντης. Η άγνοια με κοκτέιλ στο χέρι έγινε το πρότυπο ομορφιάς. Οι διακοπές πληρώνονται αδρά για να λαμβάνεις το δικαίωμα να δραπετεύεις απ’ τη μνήμη. Ο ξένος θριάμβευσε την ιδιότητά του. Where are you from;
Βρίσκομαι μέσα στη νύχτα και το ιστορικό κατόρθωμα υφίσταται: κάτω από τον ουρανό, πάνω από τη θάλασσα, καταμεσής του πελάγους στέκει ακόμη όρθιο το νησί και τα αθέατα τριζόνια υμνούν τούτο τον άθλο δίχως σταματημό.
Βρίσκομαι ξαπλωμένος στην ακτή. Κλείνω τα μάτια και δε σχηματίζεται στα βλέφαρα σκοτάδι αλλά ενα πορτοκαλί φως που μου θυμίζει το χρώμα που βγάζει μια αθέατη λυχνία στα έργα του Καραβάτζιο. Ομοίως, λένε πως αν βαλεις κατω από παριανό μάρμαρο αναπτήρα φωτίζει από πάνω. Πνευματική η ύλη του και το ερώτημα είναι αυτό: άξιζε που εξαντλήθηκε η φλέβα του παριανού μαρμάρου για να φτιαχτεί μια Αφροδίτη της Μήλου;
Βρίσκομαι κάτω από μια καλαμωτή. Τα πουλιά κάνουνε κράτσα κρούτσα από πάνω. Ζω μέσα στη γεωμετρία ενός κύβου σκιάς. Πατρίδα μου οι εναλλαγές των εποχών που μεταμορφώνουν την πατρίδα σου. Σημαία μου οι τρεις χρωματιστές λωρίδες μιας ψαρόβαρκας. Where are you from;
Βρίσκομαι στην πλατεία της Νάουσας. Μιλάω με μια κοπέλα για τον υπόγειο ρόλο των εντόμων στο σινεμά του Ταρκόφσκι. Ύστερα πιάνουμε συζήτηση για τον Αρχίλοχο, ώσπου με διακόπτει: «συγγνώμη, πρέπει να πάω να βάλω λίγο τα κλάματα κι έρχομαι», κι ήταν σα να μου ‘πε πρέπει να πάω λίγο τουαλέτα. Δεν ήξερα ότι τη λέγαν Ενιπώ.
Βρίσκομαι σε έναν κήπο. Κάθε ωραίος κήπος κι ένας ωραίος άνθρωπος. Ο άνθρωπος λείπει. Προχωράω στο διάδρομο. Στα δεξιά μου ένα λουλούδι ξαφνικά μου φωνάζει «κύριε διψάω, κύριε διψάω».
H μνήμη διασπάστηκε σαν την χαραγμένη επιγραφή στο Πάριο Χρονικό. Η ρωγμή που έσκισε το μάρμαρο ακούστηκε σε όλο το Αιγαίο φημολογείται στη φαντασία μου. Τα κομμάτια απωθήθηκαν βίαια. Τρία στο σύνολο τους: ένα στην Πάρο, το δεύτερο στην Οξφόρδη, το τρίτο αγνοείται 400 χρόνια. Ι’ m frοm Oxford! της απαντάει ο νεαρός διψώντας για αντηλιακό με τριμμένο πάγο. Αρχίλοχε, τι επαγγέλεσαι; «Δουλειά μου: ο πόλεμος και η ποίηση επίσης».
Βρίσκομαι στη θάλασσα των Κυκλάδων όμως το είναι μου μυρίζει πετρέλαιο από τα αμέτρητα πέρα δώθε Παλούκια-Πέραμα με το καραβάκι. Απομάκρυνε το βλέμμα σου, ένας σπινθήρας θα με καταστρέψει.

σαμσών ρακάς