Ρε συ πατέρα
ξέρεις κάτι
δεν καταλαβαίνω
γιατί αρνείσαι να πεθάνεις
Ακόμη αναρωτιέσαι
για τον Αβεσσαλώμ
θρηνείς
Αναρωτιέμαι αλήθεια
Ο Αδωνίας πήρε να σφάζει κιόλα αρνιά και πρόβατα και μόσχους
Τι περιμένεις δηλαδή;
Στο τέλος θα σφαχτούμε όλοι αναμεταξύ μας.
Θα τρέχουμε όλοι παραλοϊσμένοι επάνω σε μουλάρια
του Άμνωνα το πτώμα
πελεκημένο θα σαπίζει
κι ούτε ένας δεν θα βρεθεί
-ούτε ένας! μ’ ακούς;-
να κλάψει.
Βιτρίνες να σπάνε πέτρες χέρια
να εκτείνονται
μπουκάλια
θα λαμπαδιάζουν οι υποτακτικοί σου ένας-ένας
και θα ολοκαυτώνονται.
Θα εξεγείρεται η Χεβρώνα σύσσωμη στις φλόγες
και οδοφράγματα σφεντόνες.
Τι περιμένεις δηλαδή;
Κοιμήσου πατέρα.
Δώσε πια την ευλογία σου, πατέρα, και κοιμήσου.
Σ’ αφήνω τώρα. Αρκετά ασχολήθηκα μαζί σου.
Με καρτερεί ο γιος μου στη γωνία.
(πρέπει κι εγώ κάπου στο ενδιάμεσο να ζήσω)
***
«Η σιωπή της Σίβας», Ζ. Δ. Αϊναλής, σ. 26-27
Βακχικόν 2011